καταδίκης

καταδίκης
καταδίκη
judgement given against
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • осоуждениѥ — ОСОУЖДЕНИ|Ѥ (8), ˫А с. 1.Осуждение, порицание: Обрѣтъ сльзы храни ˫а вьсею силою своѥю. отъ ѡ||бь˫адани˫а и пи˫аньства. паче же отъ осѹждени˫а вьсѧкого чл҃вка. Изб 1076, 36–37; самомѹ же имѣти бечини˫а своѥго и лицемѣрьнааго поставльни˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • осоужениѥ — ОСОУЖЕНИ|Ѥ (236), ˫А с. 1.Осуждение, порицание: чистъ имѣи ˫азыкъ отъ вьсѧкого осѹжени˫а вь||сѧкого чл҃вка. Изб 1076, 253–254; вьсь въ истинѹ ѥсмь повиньнъ. осѹжению достоинъ. Стих 1156–1163, 105 об.; ты и нынѣ бл҃гви ˫адь нашю и питьѥ. и безъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …   Dictionary of Greek

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • απόφευξις — ἀπόφευξις, η (Α) αποφυγή καταδίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”